πανδημικός

πανδημικός
-ή, -ό
αυτός που έχει την μορφή ή τον χαρακτήρα πανδημίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανδημία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Καιροί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανδημικός — ή, ό αυτός που έχει την έκταση και τη μορφή της πανδημίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάνδημος — Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”